Με την υπ' αριθμό 497/2022 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, επί έφεσης, κατά την εκδίκαση της οποίας παραστάθηκε για τον εκκαλούντα διάδικο η δικηγόρος Α.Π.Δρίβα κρίθηκε ότι με μη νόμιμη και εσφαλμένη αιτιολογία απορρίφθηκε σχετικός λόγος προσφυγής και έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο νόμιμη την Πράξη Βεβαίωσης της ένδικης παράβασης, παρά το γεγονός ότι υπογράφεται μόνο από έναν υπάλληλο και όχι από δεύτερο, που θα έπρεπε μάλιστα να φέρει την ιδιότητα ανακριτικού υπαλλήλου.
"...7. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, προβάλλεται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με μη νόμιμη και εσφαλμένη αιτιολογία έκρινε ότι είναι νόμιμη η προσβληθείσα με την προσφυγή, με αριθμό ....... πράξη βεβαίωσης της ένδικης παράβασης, παρά το γεγονός ότι αυτή υπογράφεται μόνο από έναν υπάλληλο και όχι από δύο τουλάχιστον αστυνομικούς εκ των οποίων ο ένας ανακριτικός υπάλληλος, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 42παρ.7περ.δ΄ του Κ.Ο.Κ.. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι πρόκειται για υποστατή διοικητική πράξη, που εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα και ότι αλυσιτελώς προβλήθηκε πρωτοδίκως ο σχετικός ισχυρισμός περί μη νόμιμης υπόστασης της πράξης, διότι δεν αμφισβητήθηκαν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων αυτή εκδόθηκε. Ο ανωτέρω λόγος πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, καθώς, όπως έγινε ερμηνευτικώς δεκτό στην τέταρτη σκέψη της παρούσας απόφασης, για τη νομιμότητα επιβολής των προβλεπόμενων στο άρθρο 42 του Κ.Ο.Κ. διοικητικών κυρώσεων απαιτείται κατά την παρ. 7 αυτού, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας έκδοσης της διοικητικής πράξης, τόσο ο έλεγχος όσο και η βεβαίωση της παράβασης της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος να γίνεται από συνεργείο δύο τουλάχιστον αστυνομικών υπαλλήλων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την ένδικη πράξη βεβαίωσης παράβασης, έχει τεθεί σ’ αυτήν υπογραφή μόνο από έναν αστυνομικό και όχι και από δεύτερο που θα έπρεπε να φέρει την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου, προς διασφάλιση- της νομιμότητας της όλης διαδικασίας (από την αλκοολομέτρηση μέχρι την έκδοση της ένδικης πράξης βεβαίωσης της παράβασης). Συνεπώς, η κρίση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό περί ακυρότητας της ένδικης πράξης βεβαίωσης παράβασης, με τις ως άνω αιτιολογίες, είναι εσφαλμένη. Για το λόγο αυτό, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που έχει ασκηθεί από τον εκκαλούντα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δικάζοντας την ως άνω προσφυγή του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το άρθρο 98παρ.1 του Κ.Δ.Δ., κρίνει ότι η πράξη βεβαίωσης παράβασης είναι μη νόμιμη για το λόγο αυτό και, ως εκ τούτου, ακυρωτέα. Συνεπώς η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η ένδικη πράξη. Δεδομένου δε ότι από την πράξη αυτή δεν προκύπτει η παρουσία και δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου τόσο κατά τον έλεγχο όσο και κατά τη διαδικασία βεβαίωσης της διοικητικής κύρωσης, καθώς στην πράξη δεν έχει τεθεί υπογραφή και από δεύτερο υπάλληλο, η υπόθεση δεν δύναται να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 79παρ.3περ.β' του Κ.Δ.Δ...."