Με την υπ' αριθμόν 4918/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Αθηνών, κατόπιν αγωγής αναγνώρισης ακυρότητας της καταγγελίας ασφαλιστικής σύμβασης, κατά την εκδίκαση της οποίας παραστάθηκε για τον ενάγοντα ο δικηγόρος Αθηνών Σ.Ν.Τερεζάκης, κρίθηκε, ότι η ένδικη καταγγελία, υπό τις περιστάσεις που έγιναν δεκτές, δε θεμελιώνεται στο νόμο ή την επίδικη σύμβαση και ως εκ τούτου δεν επέφερε τη λύση και την ακύρωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και συνακόλουθα την απαλλαγή της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας από την υποχρέωσή της να καταβάλει στον ενάγοντα την αιτούμενη ασφαλιστική παροχή.
.... Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν απέκρυψε δολίως και σκοπίμως από την ανωτέρω αίτηση ασφάλισης το πρόβλημα υγείας των δύο τέκνων του, προκειμένου με τον τρόπο αυτό να εξαπατήσει και παραπλανήσει την εναγόμενη, ώστε αυτή να καταρτίσει μαζί του την επίδικη σύμβαση ασφάλισης, υπό τους όρους που αυτή καταρτίστηκε. Ειδικότερα, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης ασφάλισης και κατά τον χρόνο κατάρτισης της οικείας συμβάσεως δεν είχε ιατρικώς ταυτοποιηθεί και εξειδικευθεί επίσημα ότι η διάχυτη αυτή αναπτυξιακή διαταραχή, την οποία παρουσίαζαν τα δύο τέκνα του ενάγοντος ήταν αυτισμός, αφού το γεγονός αυτό αποσαφηνίστηκε ρητώς, όπως προαναφέρθηκε, το έτος 2010. Μέχρι τον χρόνο εκείνο, στο εκδοθέν το έτος 2003 οικογενειακό βιβλιάριο υγείας του ενάγοντος διαλαμβάνονται μεν ορισμένες αναφορές για διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή, ως αιτιολογία όμως και μόνο για την έγκριση από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα των συνεδριών λογοθεραπείας, ειδικής διαπαιδαγώγησης κλπ., που χρειάζονταν τα τέκνα του ενάγοντος να παρακολουθήσουν και όχι ως επίσημη, ιατρική βεβαίωση ότι τα τέκνα του ενάγοντος πάσχουν από αυτισμό. Εξάλλου, ο ενάγων, τόσο πριν την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, όσο και μετά, απευθυνόταν πάντοτε στον οικείο ασφαλιστικό του φορέα για το σχετικό πρόβλημα υγείας των τέκνων του και ουδέποτε αποπειράθηκε έστω να απαιτήσει από την εναγόμενη, ως ασφαλιστική παροχή, το κόστος των συνεδριών λογοθεραπείας κλπ., που απαιτούνταν για την αντιμετώπιση της αναπτυξιακής διαταραχής των δύο τέκνων του. Μάλιστα, ο ενάγων πρόθυμα, χωρίς υπεκφυγές και δικαιολογίες, παρέδωσε, το έτος 2012, ήτοι σχεδόν πέντε χρόνια μετά την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, στην εναγόμενη το εν λόγω οικογενειακό βιβλιάριο υγείας, αν και δεν ήταν υποχρεωμένος να το έχει διατηρήσει, αφού η ισχύς του είχε παρέλθει και ο ενάγων, ήδη από το έτος 2009, είχε προβεί στην έκδοση νέου βιβλιαρίου. Σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων δε θα μπορούσε να αντλήσει δικαιώματα από την ασφαλιστική σύμβαση, επικαλούμενος το ως άνω πρόβλημα υγείας των δύο τέκνων του ή επακόλουθα ή επιπλοκές αυτού, καθότι, εφόσον αυτό δε δηλώθηκε στην αίτηση ασφάλισης, ρητά εξαιρέθηκε από την ασφαλιστική κάλυψη, σύμφωνα με τους προπαρατιθέμενους ως άνω όρους (εξαιρέσεις) του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Υπό την έννοια, επομένως, αυτή, ακόμα και αν ο ενάγων είχε δηλώσει, κατά τη συμπλήρωση της αίτησης ασφάλισης, το ως άνω πρόβλημα υγείας των δύο τέκνων του στην εναγομένη, το γεγονός αυτό δεν θα ασκούσε κατ' ουσίαν επιρροή στη βούληση της τελευταίας να προβεί στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης ασφάλισης, υπό τους όρους με τους οποίους αυτή καταρτίστηκε, διότι και στην περίπτωση αυτή το εν λόγω πρόβλημα υγείας (με τα επακόλουθα και τις επιπλοκές του), ως προϋπάρχον της σύμβασης ασφάλισης, θα εξαιρείτο της ασφαλιστικής καλύψεως. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν ανέφερε το πρόβλημα υγείας των δύο τέκνων του στην εναγομένη, κατά τον χρόνο υποβολής σε αυτήν της αιτήσεως ασφάλισης, όχι κατά παράβαση από πρόθεση του νόμιμου και συμβατικού ασφαλιστικού βάρους της πλήρους, ακριβούς και αληθινής προσυμβατικής αναγγελίας κατά την υποβολή της αιτήσεως του προς ασφάλιση, με σκοπό κατ' αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει την ανεπιφύλακτη αποδοχή της από την εναγομένη, αλλά για το λόγο ότι ουδέποτε είχε σκοπό να απαιτήσει από αυτήν ασφαλιστικές παροχές που συνδέονται αιτιωδώς με το συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας, γεγονός που αποδεικνύεται, πέραν κάθε αμφιβολίας, από την παγιωμένη και επί σειρά ετών ακολουθούμενη εκ μέρους του συμπεριφορά και τακτική, κατά την οποία, τόσο πριν όσο και μετά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης ασφάλισης, αυτός απευθυνόταν αποκλειστικά στον οικείο ασφαλιστικό του φορέα, για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος υγείας, καθόσον, άλλωστε, γνώριζε, ως εκ της προγενέστερης εμπειρίας του ως ασφαλισμένου σε έτερες ασφαλιστικές εταιρίες, ότι προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας, εφόσον δεν έχουν δηλωθεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης, εξαιρούνται της ασφαλιστικής καλύψεως. Κατόπιν τούτων, αποδεικνύεται ότι η γενόμενη ως άνω καταγγελία της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως ασφάλισης είναι αβάσιμη και συνεπώς άκυρη, διότι δεν θεμελιώνεται, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις που έγιναν δεκτές, είτε στο νόμο είτε στην επίδικη σύμβαση και ως εκ τούτου δεν επέφερε τη λύση αυτής και την ακύρωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και συνακόλουθα την απαλλαγή της εναγομένης από την υποχρέωσή της να καταβάλει στον ενάγοντα την αιτούμενη ασφαλιστική παροχή, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης περί καταγγελίας της ένδικης σύμβασης και απαλλαγής από την καταβολή του ασφαλίσματος, που η εναγομένη παραδεκτώς και νομίμως προέβαλε...